Όλες οι δημοσιεύσεις

Κι έτσι παιδάτσι μου, γλυτώσαμε χάρις στο βζί της Σουλτανοπούλας. Τον θυμάμαι τον άπιστο μείχε ψήσει σ' (........) κ' ήχτιζα μερόνυχτα ένα μεγάλο τοίχο, γιαυτό φχαριστήθηκα σαν εχάρισε ο Σουλτάνος του Πετράκη τα χτήματα του Χασεκή, την Πεντέλη και τους Άϊ Σωμάτους.

Πέρναγε, έλεγε* τούρκικο μπουλούκι με τα άλογα και αραμπάδες. Καπετάνιος στο χωριό τότε ήταν ο παπάς του, ο Παπαλιάκος. Οι Τούρκοι σαν τύχαινε να περάσουν από τα Κούντουρα φυλάγονταν, γι' αυτό στάθηκαν μακρυά κι έστειλαν άνθρωπο να πει του Παπαλιάκου πως δεν έχουν τίποτα με το χωριό του και πως πάνε κατά το Μοριά.

Είχε δυο άλογα ο Καραϊσκάκης, αλλά τον ένα όπου λέγουν το έλεγε Τσάκαλο επάνω εις τον οποίον και επληγώθη, δεν τον εζύγωνεν, ούτε τον έπιανε κανείς ποτέ, μάλιστα εφύλατον να μη ζυγώσει κοντά του κανείς διότι τον εσκότωνε και όμως κατά την ημέραν του ενταφιασμού όπου τα δύο άλογα επροπορεύοντο με βελούδο μαύρο σκεπασμένα, εδάκρυζαν τα δυο άλογα...

Οι Αθηναίοι, φεύγοντες την εναντίον των εκδίκησιν των Τούρκων, διότι εβοήθησαν τους Βενετούς, εγκατέλιπον και πάλιν την πόλιν των, δι' ολίγον χρόνον, αρκετόν όμως, διά να συκοφαντηθούν αι Αθήναι ως ερημωθείσαι επί αιώνας!

Οποίας υπηρεσίας παρέσχεν η Μονή της Σαλαμίνος και η Σαλαμίς εν γένει είς τα Αθήνας κατά τα έτη της δουλειάς και του Αγώνος, τούτο πρέπει να γείνη αντικείμενον ιδίας μελέτης. Από το πέραμα έως είς το Αμπελάκι, ως και από την παραλίαν των Μεγάρων έως είς την Μονήν είναι μια λωρίς θαλάσσης. Εν τούτοις η λωρίς αυτή ήτο «ατρύγετος πόντος»...

Πες μας Λάζαρε τι είδεςεις τον Άδη που επήγες;Eίδα φόβους, είδα τρόμους,είδα βάσανα και πόνους.Δώστε μου λίγο νεράκινα ξεπλύνω το φαρμάκιτης καρδιάς μου, των χειλέωνγιατί δεν αντέχω πλέον.

Στον καιρό της κατοχής κατέφυγε στα δύσβατα φαράγγια του Μοναστηριού ένας πατριώτης, ο Χρήστος Δούκας, απ' την Ελευσίνα, κυνηγημένος απ' τους Γερμανούς κατακτητές. Οι διώκτες του εκτένισαν, κυριολεκτικά, την περιοχή, επί πολλές μέρες και έφθασαν, επανειλημμένα κοντά στη σύλληψή του. Αλλά κάθε φορά, μια ανώτερη δύναμη τους στράβωνε κι ενώ περνούσαν...

Τραγουδούσαν και χόρευαν με μια ουράνια αρμονία. Τα μικρά τους ολόλευκα φτερά καθώς άνοιγαν έδιναν τον ρυθμό της όμορφης ανοιξιάτικης συναυλίας. Αγαπούσαν τον Κύριό Τους και οι μελωδίες τους ήταν αφιερωμένες σε Αυτόν. «Ἀπό δε ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπι πᾶσαν τήν γήν ἕως ὥρας ἐνάτης». Το τραγούδι τους έπαυσε να είναι χαρούμενο. Σήμερα μαύρος...

Το βασιλόπουλο των Μεγάρων αρραβώνιασε τη βασιλοπούλα της Ελευσίνας. Μια μέρα, που κολυμπούσε το βασιλόπουλο στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, έχασε την αρραβώνα του. Βουτώντας και ξαναβουτώντας για να την εύρη εχασομέρησε και δεν τουρχότανε να φύγη ως την ώρα, που κρύφτηκε πια ο ήλιος πίσω απ΄τα βουνά της Σαλαμίνας. Ο ήλιος κρύφτηκε, μα βγήκεν απ' τους...

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε